απάνω

απάνω
επίρρ.
βλ. επάνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • απάνω — επίρρ. τοπ., βλ. επάνω και πάνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπανῶ — ἀπό , ἀνά εἰμί sum pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀπό ἀνάζω fut ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀπᾱνῶ , ἀπό ἀνέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀπᾱνῶ , ἀπό ἀνέω pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀπό… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπάνω — ἀπό ἄνω 1 accomplish pres subj act 1st sg ἀπό ἄνω 1 accomplish pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επάνω — και πάνω και απάνω και πάνου και (ε)πά (AM ἐπάνω, Μ και πάνω και ἀπάνω και πάνου και [έ]πά) (επίρρ. συχνά και ως πρόθ.) 1. ψηλά, στο πάνω μέρος ή στην πάνω επιφάνεια («ἐπάνω κατακεισόμεθ ἡμεῑς», Αριστοφ.) 2. (με άρθρο) ως επίθ. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… …   Dictionary of Greek

  • πάνω — και επάνω και απάνω επίρρ. που σημαίνει 1. τόπο: Το δώρο σου είναι πάνω στο τραπέζι. 2. χρόνο: Πάνω που αρχίσαμε τη συζήτηση έφτασες κι εσύ. 3. εναντίον: Μόλις δρασκέλισα το κατώφλι, όρμησε ο σκύλος επάνω μου. 4. με το σύνδ. και, υπέρβαση ορίου:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Oia —  Pour l’article homonyme, voir Oia pour le genre d araignée.  Pour les articles homonymes, voir Oia (homonymie) …   Wikipédia en Français

  • Οία — Oia Pour les articles homonymes, voir OIA. 36°28′N 25°22′E / …   Wikipédia en Français

  • Digenes Akritas — Epic of Digenis Akritas, Athens National library manuscript. Digenes Akrites (Greek: Διγενῆς Ἀκρίτης, pronounced [ðiʝeˈnis aˈkritis]), known in folksongs as Digenes Akritas (Διγενῆς Ἀκρίτας …   Wikipedia

  • Ia (Griechenland) — Ia Οία (Τοπική Κοινότητα Οίας) …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”